ἅψος — juncture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅψε' — ἅψει , ἅπτω fasten aor subj act 3rd sg (epic) ἅψει , ἅπτω fasten fut ind mid 2nd sg ἅψει , ἅπτω fasten fut ind act 3rd sg ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἅψεαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκαψος — και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και λύκοψις ή λυκοψίς, ίδος, ἡ (Α) φυτό που μοιάζει με τη γλώσσα τού βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + αψος και αψός κατά το χορδ αψός (< χορδή + ἅψος < ἄπτω από παρετυμολογική επίδραση τού ὄψις)] … Dictionary of Greek
σκινδαψός — ὁ, ΜΑ και, κατά τον Ησύχ., κινδαψός Α 1. λέξη ή φράση χωρίς σημασία την οποία λέει κανείς όταν δεν είναι βέβαιος για μια άλλη λέξη, όπως λ.χ. «πώς τό λένε» αρχ. 1. τετράχορδο μουσικό όργανο 2. οικέτης ή όνομα οικέτη 3. είδος φυτού που μοιάζει με… … Dictionary of Greek
χορδαψός — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ιατρ. χορδαψία μσν. αρχ. νόσος τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + αψός (< ἅψος «κλείδωση, άρθρωση» < ἅπτω, με παρετυμολ. επίδραση τού ὄψις), πρβλ. λυκ αψός] … Dictionary of Greek
ἅψει — ἅπτω fasten aor subj act 3rd sg (epic) ἅπτω fasten fut ind mid 2nd sg ἅπτω fasten fut ind act 3rd sg ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἅψις touching fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψύς — ιά, ύ και αψός, ή, ό (Μ ἁψύς, εῑα, ύ) Ι. 1. οξύθυμος, ευέξαπτος 2. (για τον έρωτα) φλογερός 3. (για μέταλλο) ακατέργαστος, αμιγής μσν. νεοελλ. 1. γρήγορος 2. αυθάδης, θρασύς νεοελλ. 1. οξύς, δριμύς (στη γεύση) 2. ζωηρός, δραστήριος 3. πολύ ζεστός … Dictionary of Greek
φάρσος — εος και ους, τὸ, Α 1. κομμάτι, τεμάχιο 2. κάλυμμα, σκέπασμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον» 4. φρ. «φάρσεα πόλιος» οι συνοικίες τής πόλης (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ … Dictionary of Greek
ἅψη — ἅψις touching fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἅψος juncture neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἅψος juncture neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Northern Epirus — Note: For the autonomous state formed in the region at 1914, see: Autonomous Republic of Northern Epirus. The region of Epirus, stretching across Greece and Albania. Legend grey: Approximate extent of Epirus in antiquity orange: Greek periphery… … Wikipedia